σπερχνός

σπερχνός
-ή, -όν, Α
1. γρήγορος, ορμητικός («ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.)
2. (για νόσο) βαρειάς μορφής
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σπερχνόν
(κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ἱέρακος»
4. (το ουδ. ως επίρρ.) σπερχνόν
ορμητικά, βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρχομαι «κινούμαι γρήγορα» + κατάλ. -νος (πρβλ. σεμ-νός, τερπνός). Για την εναλλαγή ανάμεσα στο θ. με -σ-, το οποίο απαντά στο αμάρτυρο σιγμόληκτο *σπέρχος (πρβλ. α-σπερχές) και στο θ. με έρρινο -ν- τού σπερχνός, πρβλ. ἔρεβος: ἐρεμνός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπερχνός — hasty masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερχνόν — σπερχνός hasty masc acc sg σπερχνός hasty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερχνούς — σπερχνός hasty masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερχνή — σπερχνός hasty fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπερχές — ἀσπερχές επίρρ. (Α) ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α (αθροιστικό επιτακτικό) + πιθ. *σπέρχος, το (< σπέρχομαι), τού οποίου το ένσιγμο θ. εναλλάσσεται με το επίθημα * nο στον τ. σπερχνός (πρβλ. έρεβος ερεμνός)] …   Dictionary of Greek

  • σπερχνοποιός — όν, Α (για νόσο) βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπερχνός + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • sperĝh-, spreĝh-, nasal. sprenĝh- —     sperĝh , spreĝh , nasal. sprenĝh     English meaning: to hurry, to spring     Deutsche Übersetzung: ‘sich hastig bewegen, eilen, springen”     Note: Erweit. from sper “ twitch, schnellen”.     Material: O.Ind. spr̥háyati “begehrt,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”